- κατσικοκλέφτης
- ο, θηλ. κατσικοκλέφτρα1. κλέφτης κατσικών2. ζωοκλέφτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατσικοκλέφτης — ο θηλ. κατσικοκλέφτρα αυτός που κλέβει κατσίκια, ζωοκλέφτης: Υπάρχουν ακόμη κατσικοκλέφτες σε μερικές περιοχές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιγοκλέφτης — ο κλέφτης αιγών, κατσικοκλέφτης … Dictionary of Greek
εριφοκλόπος — ἐριφοκλόπος, ον (Α) αυτός που κλέβει ερίφια, ο κατσικοκλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριφος + κλοπός «κλέφτης» (< κλέπτω)] … Dictionary of Greek